- ομοιόβιος
- ὁμοιόβιος, -ον (ΑΜ)αυτός που διάγει τον ίδιο βίο με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + βίος (πρβλ. μακρό-βιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοιοβίων — ὁμοιόβιος leading a like life masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek
ομοιοβίοτος — ὁμοιοβίοτος, ον (Α) ομοιόβιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + βίοτος «ζωή» (πρβλ. μακρο βίοτος)] … Dictionary of Greek